συναποστενώ

συναποστενώ
-όω, Α
1. στενεύω επί πλέον, στενοχωρώ, στρυμώχνω επί πλέον
2. (κατ' επέκτ.) μειώνω, ελαττώνω σε αριθμό («συναποστενώσας καὶ τοὺς τυραννοκτονήσοντας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποστενῶ «στενεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”